αστός

αστός
ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή)
1. ο κάτοικος της πόλης
νεοελλ.
1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη
2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος
αρχ.
1. ο αυτόχθων, ο γηγενής
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀστοί
οι απλοί πολίτες, σε αντίθεση με τους αγαθούς* και τους μετοίκους*
3. ἡ Άστός
επίθετο της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αστός, που μαρτυρείται πιθ. στη Μυκηναϊκή από τον τ. wa-to, προήλθε από Fαστός (με σίγηση του αρχικού F) < *FαστF-ος (με αποβολή του δευτέρου F πιθ. λόγω ανομοιώσεως) < Fάστυ (πρβλ. ομηρ. (F)αστός, λοκρ., θεσσαλ. Fασ(σ)τός, αρκαδ. Fαστός). Η λ. στην αρχαία εποχή χρησιμοποιήθηκε κατ' αντιδιαστολή προς τα ξένος, μέτοικος, καθώς επίσης προς διάκριση από το πολίτης για να δηλώσει αυτόν που έχει αστικά δικαιώματα, όχι όμως και πολιτικά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αστισμός
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αστοκρατία, μικροαστός, μεγαλοαστός. Ο τ. αστός χρησιμοποιήθηκε επίσης και κατά τη σύνθεση κυρίων ονομάτων: Ασταγόρας, Άστιππος, Αστοβούλα, Αστοκλέας, Αστοκράτεις, Αστόμαχος, Ασστομείδεις, Ασστόφιλος, Αστόνοος, Αστόξενος, Αριαστίς, Βουλαστίδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀστός — townsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστῷ — ἀστός townsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”